Το μεγάλο σκάνδαλο του σχολείου: Πώς τα παιδιά σταμάτησαν να μαθαίνουν
Οι «μοντερνιές», τα culture wars και άλλες ατζέντες μπήκαν στη μέση και περιόρισαν τη μάθηση, μας λέει ο Economist
Το ότι η πανδημία και τα lockdowns «τραυμάτισαν» την εκπαίδευση είναι γνωστό. Ωστόσο δεν μπορούμε να αποδίδουμε συνεχώς στον Covid -19 και τις «παρενέργειές» του, τις απογοητευτικές επιδόσεις των μαθητών (όπως αυτές αποτυπώνονται στις εξετάσεις PISA) σε κατανόηση κειμένου, μαθηματικά και βασικές γνώσεις, σε πολλές χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου.
Αυτό επισημαίνεται σε ανάλυση που δημοσιεύεται σήμερα στην ηλεκτρονική έκδοση του Economist υπό τον τίτλο (Faddish Thinking is hobbling Education) και που είχε πρωτοδημοσιευτεί σε ειδικό αφιέρωμα της έντυπης έκδοσης υπό τον τίτλο «School Scandal).
Τα δεδομένα
Ας δούμε λοιπόν τα στοιχεία: Μεταξύ 2018 και 2022, ένας μέσος έφηβος σε μια πλούσια χώρα έμεινε περίπου έξι μήνες πίσω από την αναμενόμενη πρόοδό του στην ανάγνωση και εννέα μήνες πίσω στα μαθηματικά, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Αυτό που είναι λιγότερο ευρέως κατανοητό είναι ότι το πρόβλημα ξεκίνησε πολύ πριν χτυπήσει ο Covid-19. Ένας τυπικός μαθητής σε μια χώρα του ΟΟΣΑ δεν είχε περισσότερες ικανότητες σε ανάγνωση και αριθμητική, όταν ο κορωνοϊός ξέσπασε για πρώτη φορά από ό,τι τα παιδιά που συμμετείχαν σε παρόμοιες εξετάσεις 15 χρόνια νωρίτερα. Η εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια είναι στάσιμη ή και επιδεινώνεται. Αυτό θα πρέπει να ανησυχεί εξίσου τους γονείς και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής.
Στην Αμερική μακροχρόνια στοιχεία από τεστ μαθηματικών και ανάγνωσης διαπιστώνουν ότι οι επιδόσεις κορυφώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2010. Από τότε, η μέση απόδοση υποχωρεί. Στη Φινλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία, μεταξύ άλλων, οι βαθμολογίες σε διεθνείς αξιολογήσεις πέφτουν εδώ και χρόνια. Τι πήγε λοιπόν στραβά;
Τα εξωτερικά σοκ έπαιξαν ρόλο, σημειώνει ο Economist. Η μετανάστευση έχει φέρει πολλούς νεοφερμένους που δεν μιλούν τη γλώσσα διδασκαλίας. Τα έξυπνα κινητά αποσπούν την προσοχή των μαθητών ακόμη και μέσα στο μάθημα, ενώ τους κρατούν μακριά από βιβλία στο σπίτι. Η πανδημία ήταν τρομερά ανατρεπτική. Πολλές κυβερνήσεις έκλεισαν τα σχολεία για υπερβολικά μεγάλο διάστημα και τα παιδιά έχασαν τη συνήθεια να… διαβάζουν. Οι αίθουσες διδασκαλίας έχουν γίνει πιο θορυβώδεις.
Culture wars και χαμηλές προσδοκίες
Ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής για την εκπαίδευση φέρουν επίσης μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη στασιμότητα ή και επιδείνωση των επιδόσεων, σύμφωνα με την ανάλυση. Στην Αμερική, για παράδειγμα, η ενίσχυση των σχολείων ήταν κάποτε ένα υπερκομματικό ζήτημα. Σήμερα, η δεξιά έχει εμμονή με τους cultures wars (πόλεμοι για ταυτοτικά ζητήματα), ενώ πολλοί από τους αριστερούς ασκούν αυτό που ο Τζορτζ Μπους ονόμασε «η μεγαλομανία των χαμηλών προσδοκιών» και υποστηρίζουν ότι οι τάξεις είναι τόσο προκατειλημμένες ενάντια στις μειονότητες που είναι αδύνατο και ανήθικο να απαιτείς από τους μαθητές να ανταποκριθούν σε υψηλά πρότυπα. Άλλοι θέλουν να χαλαρώσουν ή να καταργηθούν τελείως οι εργασίες και οι εξετάσεις για χάρη… της ψυχικής υγείας των μαθητών.
Οι «μοντερνιές» αυτές (κατάργηση εξετάσεων, μάθημα χωρίς βιβλία και τσάντες, δεν πιέζουμε τους μαθητές), είναι ο εχθρός της πειθαρχίας στην εκπαίδευση.
Μια θεωρία υποστηρίζει ότι η τεχνολογία και ειδικά η Τεχνητή Νοημοσύνη θα κάνουν την παραδοσιακή μάθηση λιγότερο χρήσιμη, επομένως τα σχολεία θα πρέπει να καλλιεργούν τη δυνατοτητα «επίλυσης προβλημάτων», «κριτικής σκέψης» και «συνεργασίας σε ομάδες». Όλα αυτά είναι εξαιρετικά σημαντικά. Αλλά δεν σημαίνουν ότι πρέπει απλώς να σταματήσουν να διδάσκονται γλώσσα, μαθηματικά, ιστορία οι μαθητές.
Οι αόριστες δεξιότητες και οι μικρές τάξεις
Οι συζητήσεις αυτές για τους νέους τρόπους διδασκαλίας ξέφυγαν σε τέτοιο βαθμό, που όπως αναφέρει και ο Economist, αρκετές χώρες έχουν υιοθετήσει προγράμματα σπουδών που επικεντρώνονται σε αόριστα καθορισμένες «δεξιότητες» και υποβαθμίζουν την εκμάθηση βασικών γνώσεων. Το αποτέλεσμα σε όσους ακολούθησαν αυτή την τακτική είναι να υποχωρούν οι επιδόσεις. Εκείνοι που αντιστάθηκαν, όπως η Αγγλία, τα κατάφεραν καλύτερα.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να επικεντρωθούν στα θεμελιώδη, τονίζει ο Economist. «Πρέπει να υπερασπιστούν τα αυστηρά τεστ, να καταστείλουν την τάση να χαρίζουμε υψηλούς βαθμούς, αλλά και να πληρώσουν ανταγωνιστικούς μισθούς για να προσλάβουν τους καλύτερους δασκάλους, διώχνοντας τους κακούς».
Το να έχουν οι τάξεις μικρό αριθμό μαθητών (κάτι στο οποίο έχει επίσης δοθεί έμφαση) έχει επίσης πολύ μικρότερη σημασία από ό,τι φαντάζονται οι γονείς. Οι Ιάπωνες μαθητές έχουν καλύτερες επιδόσεις από τους Αμερικανούς συνομηλίκους τους στα τεστ, παρόλο που κατά μέσο όροι οι τάξεις τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχουν 10 περισσότερους μαθητές.
Ναι στους πειραματισμούς – αλλά όχι στις εμμονές
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι πρέπει τα σχολεία να σταματήσουν να δοκιμάζουν νέες, καινοτόμες μεθόδους. Πρέπει όμως να είναι έτοιμα και να τις εγκαταλείπουν όταν βλέπουν πως δεν λειτουργούν. Εδώ ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Σιγκαπούρης – της οποίας το εκπαιδευτικό σύστημα έχει κατακτήσει πολλές κορυφές. Πειραματίζεται ατελείωτα, και όταν αποτυγχάνει, προχωρά. Άλλοι επιμένουν σε αυτό που δεν λειτουργεί.
«Το διακύβευμα είναι μεγάλο. Στις πλούσιες χώρες το εργατικό δυναμικό θα συρρικνωθεί καθώς ο πληθυσμός γερνά. Η παραγωγικότητα θα πρέπει να αυξηθεί για να διατηρηθεί το βιοτικό επίπεδο. Θα χρειαστούν καλά εκπαιδευμένα μυαλά για την αντιμετώπιση σύνθετων προκλήσεων, από την ανισότητα μέχρι την κλιματική αλλαγή», προειδοποιεί ο Economist.
Ο συγγραφέας Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς έγραψε ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι «ένας αγώνας μεταξύ εκπαίδευσης και καταστροφής». Είναι ένας αγώνας που οι κοινωνίες δεν έχουν την πολυτέλεια να χάσουν.
Πηγή : naftemporiki.gr