Πανελλήνιες 2021 – Ανάλυση: Τι θα συμβεί αν λειτουργήσουν οι βάσεις εισαγωγής;
Πανελλήνιες 2021: Βάση Εισαγωγής και Μείωση Εισακτέων στα Ελληνικά ΑΕΙ
Σύμφωνα με τις πρόσφατες ανακοινώσεις του Υπουργείου Παιδείας στις Πανελλήνιες 2021 για την είσοδο στα Πανεπιστήμια θεσμοθετείται η ελάχιστη βάση εισαγωγής ως προϋπόθεση για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια.
Η ελάχιστη βάση εισαγωγής που το κάθε Τμήμα θα μπορεί να ορίσει ξεχωριστά σύμφωνα με το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων, σε ένα όμως δοσμένο εύρος τιμών συγκριτικά με την επίδοση του μέσου υποψήφιου, είναι ένα μέτρο το οποίο αναμένεται να λειτουργήσει ως «κόφτης» για την εισαγωγή υποψηφίων με πολύ χαμηλές βαθμολογίες στα πανεπιστήμια.
Για παράδειγμα, αν ο μέσος όρος είναι 12, το Πανεπιστημιακό Τμήμα θα μπορεί να ορίσει από το 80% μέχρι και το 120% του 12 ως ελάχιστη βάση εισαγωγής, άρα οι ελάχιστες βάσεις εισαγωγής θα είναι από 9.6 μέχρι και 14.4. Με μια πρώτη ματιά φαίνεται θετικό που το κάθε Τμήμα μπορεί να ορίσει την βάση εισαγωγής του αλλά και το γεγονός πως οι υποψήφιοι με πολύ χαμηλές βαθμολογίες δεν θα εισάγονται στα Πανεπιστήμια, ώστε να εγκλωβίζονται ως αιώνιοι φοιτητές, αν θεωρήσουμε δεδομένο πως δεν διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις για παρακολουθήσουν το πρόγραμμα σπουδών του.
Τι θα συμβεί αν λειτουργήσουν οι βάσεις εισαγωγής;
Στο σημείο αυτό όμως καλό θα είναι να δούμε τι πραγματικά θα συμβεί αν λειτουργήσει το συγκεκριμένο μοντέλο. Καταρχήν, επειδή ο μέσος όρος επίδοσης των φοιτητών κάθε χρόνο είναι διαφορετικός, στην πράξη αυτό που
θα συμβαίνει είναι πως θα εισάγονται στα Πανεπιστήμια περίπου το 60% όσων συμμετέχουν στις εξετάσεις σύμφωνα με το μοντέλο του Υπουργείου, το οποίο δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Επομένως αν υποθέσουμε πως συμμετέχουν όπως πέρσι περίπου 95000 υποψήφιοι, θα εισαχθούν τελικά από αυτούς περίπου 57000. Επειδή οι εισακτέοι στα Πανεπιστήμια σύμφωνα με το Υπουργείο θα παραμείνουν 78000 όπως πέρσι, σημαίνει πως θα έχουμε πάνω από 20000 κενές θέσεις στα Πανεπιστήμια το επόμενο ακαδημαϊκό έτος.
Δυστυχώς, οι 20000 κενές θέσεις, λόγω της διαφορετικότητας στη ζήτηση των Τμημάτων, δεν θα κατανέμονται ομοιόμορφα ούτε με βάση τα γνωστικά τους αντικείμενα, ούτε σύμφωνα με την γεωγραφική τους θέση. Αυτό που αναμένεται να συμβεί είναι πως όσα Τμήματα εμφανίζουν φετινές βάσεις εισαγωγής κάτω του 6, περίπου το 12% των Πανεπιστημιακών Τμημάτων με την χαμηλότερη ζήτηση θα εμφανίσουν κενές θέσεις που σε ορισμένες περιπτώσεις θα ξεπεράσουν ακόμα και το 80% με 90% των θέσεών τους. Άρα την επόμενη χρονιά θα υπάρχουν στην πράξη τρεις κατηγορίες Τμημάτων
- Τα Τμήματα που βρίσκονται στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσ/νίκη, Πάτρα) ή που έχουν γνωστικά αντικείμενα με πολύ μεγάλη ζήτηση όπως η Ιατρική, Νομική, Στρατιωτικές σχολές κτλ. στα οποία με βεβαιότητα δεν θα αλλάξει απολύτως τίποτα και θα δεχθούν τον ίδιο αριθμό εισακτέων με πέρυσι.
- Τα περιφερειακά Τμήματα που θα δεχτούν λιγότερους εισακτέους αλλά σε ποσοστό άνω του 50% των εισακτέων τους, οπότε θα λειτουργήσουν χωρίς πολύ σημαντικές αλλαγές.
- Τα περιφερειακά Τμήματα μικρότερης ζήτησης τα οποία θα αντιμετωπίσουν πολύ σοβαρό πρόβλημα εισακτέων.
Σύμφωνα με τα δεδομένα των Πανελληνίων του 2020, υπήρχαν 41 Τμήματα που είχαν βάση εισαγωγής το 2020 λιγότερο από 5000 μόρια, τα οποία αποτελούν το 8% του συνόλου. Από αυτά μόλις τρία ήταν στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσ/νίκη, Πάτρα), τα οποία συγκεντρώνουν άνω του 40% των Πανεπιστημιακών Τμημάτων στην Ελλάδα. Επομένως είναι ξεκάθαρο πως θα πληγούν σημαντικά τα περιφερειακά Πανεπιστήμια που βρίσκονται μακριά από τα αστικά κέντρα όπως φαίνεται αναλυτικά και στην Εικόνα 1.
Εικόνα 1. Η γεωγραφική κατανομή ανά Περιφερειακή Ενότητα των Πανεπιστημιακών Τμημάτων με βάσεις εισαγωγής χαμηλότερες από 5000 μόρια.
Το επόμενο έτος θα υπάρχουν φοιτητές που θα εισαχθούν σε περιφερειακά Τμήματα μικρής ζήτησης, με αβέβαιο μέλλον κατά το Υπουργείο, οι οποίοι θα εγκλωβιστούν σε αυτά, ενώ και τα ίδια τα περιφερειακά αυτά Τμήματα θα υπολειτουργούν με λίγους φοιτητές με κίνδυνο να κλείσουν τα επόμενα έτη από το Υπουργείο ή να συγχωνευτούν.
Από την άλλη τα περισσότερα Τμήματα και ειδικά των μεγάλων αστικών κέντρων θα γεμίσουν τις θέσεις που τους δίνει το Υπουργείο και θα λειτουργούν κανονικά; Εδώ μπαίνει ερωτηματικό, γιατί ούτε αυτά λειτουργούν κανονικά. Είναι γνωστό πως οι θέσεις σε όλα τα Τμήματα είναι πολύ περισσότερες από όσες ζητούν τα ίδια τα Πανεπιστήμια και περισσότερες από όσες έχει ανάγκη η αγορά εργασίας σε αρκετούς κλάδους (2).
Οι αιώνιοι φοιτητές που σωστά αναφέρει το Υπουργείο Παιδείας πως θα πρέπει να εκλείψουν, δεν οφείλονται μόνο σε εισακτέους με χαμηλές βαθμολογίες. Αν ίσχυε αυτό, δεν θα έπρεπε να τους συναντάμε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών για παράδειγμα που οι φοιτητές εισάγονται με υψηλές βαθμολογίες. Η παρουσία αιώνιων φοιτητών οφείλεται και στην ποιότητα σπουδών που παρέχουν τα Τμήματα με μεγάλη αναλογία φοιτητών ανά μέλος ΔΕΠ, δηλαδή στον πολύ μεγάλο αριθμό εισακτέων που δέχονται τα Πανεπιστήμια και δεν έχουν την δυνατότητα να εκπαιδεύσουν τελικά όπως θα ήθελαν, λόγω και του μειωμένου προσωπικού που διαθέτουν. Το 2018 στη χώρα μας ένας Καθηγητής Πανεπιστημίου αντιστοιχεί σε 44 φοιτητές, με τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, να είναι ένας Καθηγητής ανά 15 φοιτητές [2]. Σήμερα, ουσιαστικά η αναλογία αυτή δεν έχει αλλάξει, ενώ υπάρχουν και Τμήματα στην Ελλάδα που η αναλογία αυτή προσεγγίζει και το ένα μέλος ΔΕΠ ανά 100 ενεργούς φοιτητές.
Υπάρχει και το ερώτημα αν οι υποδομές των Τμημάτων έχουν την δυνατότητα να εκπαιδεύσουν επαρκώς τους 300 για παράδειγμα πρωτοετείς που δέχονται ορισμένα Τμήματα (3); ή αν μπορεί να γίνει μάθημα με 250 και άνω φοιτητές σε ένα αμφιθέατρο και οι φοιτητές να μπορέσουν να αποκτήσουν οικειότητα με τον Καθηγητή τους; και να επιλύσουν τις απορίες τους στο μάθημα. Είναι βέβαιο πως θα υπάρχουν αρκετοί φοιτητές που θα δυσκολευτούν και θα απογοητευτούν.
Πρόταση προς το Υπουργείο
Είναι από τους περισσότερους αποδεκτό πως:
- πρέπει να εκλείψουν οι εισαγωγές στα Πανεπιστήμια φοιτητών με πολύ χαμηλές βαθμολογίες και
- να αναβαθμιστεί η ποιότητα σπουδών στα Ελληνικά Πανεπιστήμια που συνδέεται άμεσα με την αναλογία φοιτητών ανά μέλος ΔΕΠ.
Η βέλτιστη λύση στα παραπάνω θέματα δεν είναι η εισαγωγή βάσης που θα οδηγήσει σε μείωση εισακτέων εις βάρος των περιφερειακών Τμημάτων, αλλά η μείωση εισακτέων όπου απαιτείται που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε πολύ υψηλότερες βάσεις εισαγωγής, διότι θα εισάγονται πλέον μόνο π.χ. το 60% των υποψηφίων και όχι το 82% όπως συμβαίνει σήμερα.
Αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για το Υπουργείο Παιδείας να επιλύσει το πρόβλημα αυτό διορθώνοντας τους εισακτέους σε κάθε Τμήμα σύμφωνα:
- με τις δικές του υποδομές,
- την αναλογία ενεργών φοιτητών ανά μέλος ΔΕΠ,
- την σημερινή βάση εισαγωγής του και
- την απορροφητικότητα που έχουν οι απόφοιτοι του κλάδου στην αγορά εργασίας.
Εφόσον, αποδεχτούμε την θέση σύμφωνα με το Υπουργείο πως κατά μέσο όρο οι εισακτέοι στα Ελληνικά Πανεπιστήμια πρέπει να μειωθούν περίπου κατά 25%, σημαίνει πως κάθε Τμήμα θα μπορούσε να αιτηθεί στο Υπουργείο να τους μειώσει για παράδειγμα από 0% μέχρι και 50%, στηριζόμενο στα παραπάνω κριτήρια, αντί να καθορίσει τη βάση εισαγωγής του.
Για παράδειγμα ένα Τμήμα με μικρό αριθμό μελών ΔΕΠ, χαμηλή βάση εισαγωγής και του οποίοι οι απόφοιτοι εμφανίζουν μικρή απορροφητικότητα στην αγορά εργασίας θα μπορούσε να ζητήσει τεκμηριωμένα να μειώσει τους εισακτέους του ακόμα και κατά 50%. Ένα Τμήμα που δεν εμφανίζει κάποιο από τα παραπάνω χαρακτηριστικά και έχει και υποδομές θα μπορούσε να ζητήσει τον ίδιο αριθμό εισακτέων. Προφανώς τα περισσότερα Τμήματα θα εμπίπτουν σε ενδιάμεσες καταστάσεις όπου θα δικαιολογείται τεκμηριωμένα μείωση εισακτέων της τάξης του 10%, 20% ή 30% κτλ.
Αν υιοθετήσει το μοντέλο αυτό από το Υπουργείο, θα βελτιωθεί σε κάθε Τμήμα η αναλογία ενεργών φοιτητών ανά μέλος ΔΕΠ και οι βάσεις εισαγωγής θα βρεθούν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τα σημερινά επίπεδα, επιλύοντας δύο πολύ σοβαρά προβλήματα των Ελληνικών Πανεπιστημίων. Με την άμεση πρόσληψη νέων μελών ΔΕΠ στοχευμένα σε Τμήματα που έχουν πολύ σημαντικές ανάγκες η αναλογία ενεργών φοιτητών ανά μέλος ΔΕΠ μπορεί να βελτιωθεί επιπλέον και θα πάψουν να υπάρχουν μη αυτοδύναμα Πανεπιστημιακά Τμήματα στην Ελλάδα.
Αν από την άλλη το Υπουργείο Παιδείας στοχεύει στο να κλείσει ορισμένα Τμήματα, αυτό πρέπει να γίνει σήμερα και όχι αύριο με εγκλωβισμένους φοιτητές, λαμβάνοντας όμως υπόψη και κριτήρια που έχουν να κάνουν με τις ερευνητικές επιδόσεις των Τμημάτων [1] και την απορροφητικότητα των αποφοίτων στην αγορά εργασίας, και όχι μόνο τις βάσεις εισαγωγής των Τμημάτων οι οποίες συνδέονται κυρίως με τη γεωγραφική τους θέση και με τον υψηλό αριθμό εισακτέων που δέχονται ορισμένα γνωστικά αντικείμενα.
Τα επαγγελματικά δικαιώματα στα κολλέγια και τα Πανεπιστήμια
Στο σημείο αυτό θα γίνει μια αναφορά στα κολλέγια που μπορεί να φαίνεται πως είναι ένα διαφορετικό θέμα αλλά στην πράξη συνδέεται άμεσα με τις βάσεις εισαγωγής. Οι 20000 περίπου λιγότεροι εισακτέοι που θα έχουμε του χρόνου στα Πανεπιστήμια αλλά και όσοι είναι εισακτέοι ή εγκλωβισμένοι στα υπό κατάργηση με ελάχιστους εισακτέους Τμήματα, ενδεχομένως θα οδηγηθούν προς τα κολλέγια και τα ΙΕΚ και σε συνδυασμό με την προσπάθεια του Υπουργείου να δώσει στα κολλέγια σημαντικά επαγγελματικά δικαιώματα [3] φαίνεται τελικά όλα αυτά να συνδέονται μεταξύ τους προς όφελος των κολλεγίων.
Η δίκαιη αντίδραση από το Οικονομικό και Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΟΕΕ [4] και ΤΕΕ [5]) και από άλλους φορείς, ίσως να μην καταφέρει να αλλάξει τα δεδομένα. Αν συμβεί αυτό, θα έχουμε στην Ελλάδα ανθρώπους με ίδια επαγγελματικά δικαιώματα αλλά με πολύ διαφορετικού επιπέδου σπουδές. Προσωπικά, δεν θα ήμουν αντίθετος να αποκτήσουν επαγγελματικά δικαιώματα τα κολλέγια, μόνο όμως όσα παρέχουν ίδιου επιπέδου σπουδές με τα Ελληνικά Πανεπιστήμια και να ελέγχονται από ανεξάρτητη αρχή.
Για παράδειγμα, υπάρχουν Τμήματα Διοίκησης Επιχειρήσεων κολλεγίων, που οι φοιτητές θα λάβουν πτυχίο σε 3 έτη αρκεί να παρακολουθήσουν επιτυχώς γύρω στα 20 μαθήματα (υπάρχει κολλέγιο και με 16 μαθήματα) και θα εγγραφούν στο Οικονομικό Επιμελητήριο έχοντας τα ίδια δικαιώματα με απόφοιτο Τμημάτων Πανεπιστημίου Οικονομικής Κατεύθυνσης που έχει ολοκληρώσει επιτυχώς 38 μαθήματα με πτυχιακή εργασία σε 4 έτη. Σε αρκετά κολλέγια δεν φαίνεται να υπάρχουν, ίσως για λόγους κόστους, μαθήματα επιλογής που υπάρχουν κατά κανόνα σε όλα τα Ελληνικά Πανεπιστήμια, γεγονός που μειώνει επίσης σημαντικά την ποιότητα και το εύρος των παρεχόμενων σπουδών.
Επιπλέον, πολύ σημαντικό στοιχείο που αποδεικνύει και την χαμηλότερη ποιότητα των σπουδών σε ορισμένα Ελληνικά κολλέγια είναι πως οι διδάσκοντές τους δεν είναι συνήθως κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος (το ποσοστό των διδασκόντων με διδακτορικό δίπλωμα μπορεί να είναι και κάτω του 30%), το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για τα Πανεπιστήμια στην αυτοδύναμη διδασκαλία θεωρητικών μαθημάτων.
Από τα παραπάνω είναι προφανές πως υπάρχουν κολλέγια στην Ελλάδα που λειτουργούν περισσότερο σε επίπεδο ΙΕΚ παρά Πανεπιστημίου, και σε αντίθεση με τα Πανεπιστήμια δέχονται φοιτητές χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις όπως και τα ΙΕΚ. Τα κολλέγια τελικά στην Ελλάδα λειτουργούν με την εποπτεία κάποιου ξένου Πανεπιστημίου και συνήθως παρέχουν τίτλους προπτυχιακών σπουδών σε μόλις 3 έτη με ακόμα και λιγότερο από το μισό αριθμό μαθημάτων από τα αντίστοιχα Ελληνικά Πανεπιστήμια.
Ολοκληρώνοντας το άρθρο, θα ήθελα να σταθώ σε μία αντίφαση και να κλείσω με δύο ερωτήματα:
Είναι αποδεκτό από την κοινωνία μας οι υποψήφιοι με πολύ χαμηλές βαθμολογίες να μην τους επιτρέπεται να εισάγονται στα Πανεπιστήμια; Από την άλλη, είναι επίσης αποδεκτό οι ίδιοι υποψήφιοι και με ακόμα χαμηλότερες βαθμολογίες να μας αρκεί που έχουν πληρώσει τα δίδακτρα ενός οποιουδήποτε κολλεγίου και έχουν παρακολουθήσει ένα τριετές πρόγραμμα σπουδών που δεν είναι αντίστοιχο των Ελληνικών Πανεπιστημίων, να αποκτήσουν ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με τους αποφοίτους των Ελληνικών Πανεπιστημίων;
Βιβλιογραφία
[1] Κωνσταντίνος Παναγιωτάκης, Ιωάννης Φανουργιάκης και Ιωσήφ Κωνσταντουράκης, Ερευνητικές Επιδόσεις Περιφερειακών Πανεπιστημιακών Τμημάτων Οικονομικής Κατεύθυνσης, 2020. URL: https://mst.hmu.gr/epidoseis-erevna-perifereiakon-tmimaton/